- νομογράφημα
- και νομόγραμμα, τομαθ. υπολογιστικός χάρτης με κλίμακες που περιέχουν τιμές τριών ή περισσότερων μεταβλητών, ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στη μηχανική, στη βιομηχανία και στις φυσικές επιστήμες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nomograph / nomogram < νόμος + γράφημα / γράμμα].
Dictionary of Greek. 2013.